σκοίκιον

σκοίκιον
σκοίκιον
See also: s. κόιξ.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκοίκιον — τὸ, Α σκεύος, δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κόϊξ «κάνιστρο» + επίθημα ιον με αρκτικό σ κατ επίδραση τού σκεῦος ή τού σπυρίς «ψαροκόφινο»] …   Dictionary of Greek

  • κόιξ — ο (Α κόϊξ) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη αρχ. 1. είδος αιγυπτιακού φοίνικα, υφαντική η θηβαϊκή 2. κάνιστρο που κατασκευαζόταν από φύλλα φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Μια άλλη ονομ. τού δένδρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”